Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, (1564-1616)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

Η ζωή και το έργο

    Γεννήθηκε στο χωριό Στράτφορντ επί του Έηβον, της κομητείας του Γουώρικ, την ίδια χρονιά που πέθανε ο Μιχαήλ Άγγελος και που γεννήθηκε ο Γαλιλαίος. (“Γλυκός κύκνος του Έηβον” ήταν αργότερα και το φιλολογικό παρατσούκλι που του δώσανε). Τρίτο παιδί ενός χασάπη και κατόπι δημογέροντα, έζησε τα παιδικά του χρόνια στο σπίτι της μητέρας του, της Μαίρης Άρντεν, που διατηρείται ακόμα και σήμερα για τους περιηγητές λίγο έξω απ’ το χωριό. Εκεί πρωτογνώρισε τη φύση με τα πολλά της πρόσωπα, και στα γειτονικά δάση τοποθέτησε αργότερα με τη φαντασία του της υπαίθριες περιπέτειες του Όνειρου καλοκαιριάτικης νύχτας και του Όπως σας αρέσει. Σίγουρα και το “δάσος του Άρντεν”, που πρωταγωνιστεί στο τελευταίο αυτό έργο, δε θυμίζει μονάχα από σύμπτωση το πατρικό όνομα της μάνας του.

    Έβγαλε το σχολαρχείο του χωριού κι εκεί έμαθε τα “λίγα λατινικά και λιγότερα ελληνικά” που αναφέρει ο Μπεν Τ ζόνσον και που αποτελέσανε το άπαντο της μόρφωσής του. Στα πρώτα εφηβικά του χρόνια βοηθούσε, λένε, τον πατέρα του στο χασάπικο, και στα δεκαοχτώ παντρεύτηκε την Άννα Χάθαγουεη, μια γυναίκα οχτώ χρόνια μεγαλύτερή του, που του χάρισε τρία παιδιά, τη Σουζάνα, την Ιουδήθ και το Χάμνετ. Δεν άφησε στα χρονικά του τόπου του άλλο αξιομνημόνευτο από μια κλεψιά: στα δικαστικά αρχεία του Στράτφορντ υπάρχει η καταγγελία κάποιου άρχοντα ενάντια στο δημότη Γουίλλιαμ Σαίξπηρ που έκλεβε τα ελάφια του.

 

    Τον ξαναβρίσκαμε στο Λονδίνο έξι χρόνια αργότερα, μέλος πια του εκλεχτού θιάσου των “Ανθρώπων του Λόρδου Καγκελάριου” - αν και το πρώτο του επάγγελμα δεν ήταν μήτε του ηθοποιού μήτε του συγγραφέα, μα του “αλογοφύλακα” των θεατών. Ύστερα πέρασε απ’ το πεζοδρόμιο στη σκηνή και χρημάτισε με τη σειρά υποβολέας, ηθοποιός και δραματουργός. Η πρώτη νύξη της παρουσίας του στον καλλιτεχνικό κόσμο είναι ένας λίβελλος, γραμμένος απ’ το διάσημο τότε συνάδελφό του, μα άρρωστο και πικρόχολο, Ρόμπερτ Γρκην που έλεγε: “Υπάρχει ένας ξιπασμένος κόρακας, στολισμένος με τα δικά μας τα φτερά, που έχει καρδιά τίγρης κάτω από ηθοποιού κοστούμι και φαντάζεται πως μπορεί να ξεπετάει στίχους σαν τον καλύτερο από μας”. Στο Λονδίνο του 1590 έχει γνωρίσει μια θεατρική ζωή.Τη χαρακτηρίζουν το ευτράπελο λαϊκό θέαμα απ’ τη μια κι η σοφή ποιητική Τραγωδία απ’ την άλλη. Η ιδιοφυία του θ’ αναδειχτεί απ’ το δημιουργικό σμίξιμο των δυο αυτών αντίθετων στοιχείων - που θα πραγματοποιήσει τ’ όνειρο του Πλάτωνα, για τη συνύπαρξη τραγικού και κωμικού ποιητή στο ίδιο πρόσωπο.

    Η χρονολογική σειρά των έργων του είναι τόσο αμφίβολη όσο και τα γεγονότα της ζωής του. Σαν πρώτο λογαριάζεται η Λίαν δακρύβρεκτος ρωμαϊκή τραγωδία του Τίτου Ανδρόνικου, που αποτελεί ένα αρκετά ρητορικό μελόδραμα και τελειώνει με μια ντουζίνα πτώματα στο ενεργητικό της. Το γράψιμο δεν προδίδει καθόλου το μελλοντικό Σαίξπηρ, δεν υπάρχει προσωπικό ύφος, αλλά μια δουλική απομίμηση του Μάρλοου. Το ίδιο πάνω κάτω έχει ειπωθεί και για την τριλογία του Ερρίκου ΣΤ΄που οι σχολιαστές θέλουν για συνεργάτες του όλους σχεδόν τους συγγραφείς της ελισαβετιανής εποχής. Είναι ένα μεγάλο χρονικό του Πόλεμου των Ρόδων - της διαμάχης, δηλαδή, ανάμεσα στους πριγκηπικούς οίκους του Γιόρκ (άσπρο ρόδο) και του Λάνκαστερ (κόκκινο ρόδο). Στο πρώτο έργο της τριλογίας ο εμφύλιος αυτός πόλεμος ετοιμάζεται, παράλληλα με τις πολεμικές επιχειρήσεις που γίνονται στη Γαλλία και που παρουσιάζουν σε πλήρη όραση τη Ζαν Ντ’ Αρκ. Και στο τρίτο παρακολουθούμε τον εκθρονισμό του βασιλιά, και τη μάχη του Τιούκσμπερρυ, όπου νικάει ο κουτσός και καμπούρης δούκας του Γκλόστερ, ο ήρωας μιας άλλης τραγωδίας του Σαίξπηρ, του Ριχάρδου του Τρίτου. Μετά το ζοφερό τούτο ξεκίνημα έρχεται μια περίοδος από κωμωδίες - και είναι αυτές που θα καθιερώσουν το νέο συγγραφέα. Η πρώτη μιμείται και ειρωνεύεται τον ευφυϊσμό του Λύλυ, που ήταν η μόδα της εποχής: ονομάζεται Αγάπης αγώνας άγονος και πρωτοπαίχτηκε σε ειδική παράσταση μπροστά στην Ελισάβετ, τα Χριστούγεννα του 1597. Η Κωμωδία των παρεξηγήσεων είναι μια διασκευή από τρίτο ή τέταρτο χέρι του έργου του Πλαύτου, Οι Μέναιχμοι, που αντλεί τον κωμικό της οίστρο απ’ την ομοιότητα ανάμεσα σε δύο δίδυμους αδερφούς, τον Αντίφιλο τον Εφέσιο και τον Αντίφιλο το Συρακούσιο, εφοδιασμένους κι από δυό, επίσης δίδυμους, υπηρέτες. (Μια προσθήκη, ψυχολογική πολύτιμη για κάθε βιογράφο του ποιητή, είναι η παρουσία της Αδριάνας, της γυναίκας του ενός Αντίφιλου, που δίνει ευκαιρία στο Σαίξπηρ να φιλοσοφήσει για τη συζυγική ζωή και τα βάσανά της).

 

    Στα 1593, αναγνωρισμένος πια ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας, κάνει την επίσημη είσοδό του στο λογοτεχνικό κόσμο, τυπώνοντας το πρώτο του ποίημα Αφροδίτη και Άδωνις. Την ίδια χρονιά παρουσιάζει και την κωμωδία Οι δυό ιππότες της Βερόνας. Μ’ αυτήν ανακαλύπτει την Ιταλία της Αναγέννησης, που θ’ αποτελέσει από δω και μπρος το πλαίσιο των περισσότερων μη ιστορικών έργων του. Τον έχει κυριέψει η γοητεία των ιταλιάνων ζωγράφων και ποιητών, που ασφαλώς του δίνεται τώρα για πρώτη φορά η ευκαιρία να δει αντίγραφα ή να διαβάσει αντίτυπα των έργων τους στην πλούσια βιβλιοθήκη του κόμη Σαουθάμπτον, του προστάτη του. Δεν είναι, βέβαια, απ’ τις καλύτερες κωμωδίες του, είναι όμως η πρώτη που τον παρουσιάζει αυτεξούσιο και με κατασταλαγμένο προσωπικό ύψος. Θα οδηγήσει απευθείας στο Ρωμαίο και Ιουλιέτα (1959) και στην εικοσάχρονη κυριαρχία του πάνω σ’ ολάκερο το θέατρο της εποχής.

 

    Μετά από μια αριστουργηματική φαρσοκομωδία, Το ημέρωμα της στρίγκλας, με θέμα παρμένο απ’ τον Αριόστο και τεχνική απ’ την Κομμέντια ντελ’ Άρτε, γράφει το Όνειρο καλοκαιριάτικης νύχτας, για να γιορτάσει τους γάμους του φίλου του, κόμη του Έσσεξ. Η παραμυθένια αυτή κωμωδία έχει χαρακτήρα αλληγορικό, και τα πρόσωπα του γαμπρού και της νύψης παρουσιάζονται κάτω απ’ τη μάσκα του Θησέα και της Ιπολλύτης. Κι η γοητευτική φύση που πρωταγωνιστεί στην κωμωδία “δάσος κοντά στην Αθήνα” ονομάζεται, αλλά βρίσκεται πιο κοντά στο Στράτφορντ.

    Παράλληλα με τις κωμωδίες και τα φανταστικα παιχνίδια, το κοινό της Σφαίρας γοητεύεται κι από ιη σειρά θεατρικών χρονικών γύρω απ’ τη ζωή και το χαρακτήρα μεσαιωνικών βασιλιάδων, απ’ την εκλαϊκευμένη ανιστόρηση του Τόμας Χόλινσεντ. Ο Ριχάρδος Γ΄ αρχίζει μ’ ένα μονόλογο που είναι μια απ’ τις σπάνιες περιπτώσεις - όχι μόνο στο Σαίξπηρ, αλλά και στο παγκόσμιο δραματολόγιο - όπου ο ήρώας ενός έργου βγαίνει να προλογίσει, αναλύοντας τον εσωτειρκό εαυτό του. Το αποκρουστικό αυτό τέρας, μ’ όλη τη φρίκη που μας προκαλεί σε κάθε του εμφάνιση, καταφέρνει να κερδίσει το θαυμασμό μας. Αντίθετα με την ιστορική εξέλιξη, ο σαιξπηρικός Ριχάρδος Β΄ έρχεται μετά τον Γ¨ και παρουσιάζει μια προσωπικότητα διαμετρικά αντίθετη.

 

    Ένα άλλο ιστορικό χρονικό, Η πολυτάραχη βασιλεία του Ιωάννη, βασιλιά της Αγγλίας, σχετίζεται με μια συγκεκριμένη στιγμή στη ζωή του ποιητή. Το’γραψε τη χρονιά που πέθανε ο μοναχογιός του ο Χάμνετ. Έτσι έβαλε όλον του τον πόνο στο στόμα της σπαραχτικής πριγκήπισσας Κωσταντίας, πυ πρόκειται να σκοτώσουν το γιο της, καθως και στις σκηνές του ίδιου του μικρού Αρθούρου (που επίτηδες του δίνει, αδιαφορώντας για την ιστορική ακρίβεια, την ηλικία που είχε ο γιος του τη χρονιά του θανάτου του).

    Η ιδέα να γράψει θεατρικό έργο γύρω από ένα Εβραίο, τον Έμπορο της Βενετίας, ήρθε στο Σαίξπηρ απ’ την επιτυχία που είχε γνωρίσει η τραγωδία του Μάρλου Ο εβραίος της Μάλτας. Οι ήρωές τους όμως δε μοιάζουν: ο Βαρνάβας του Μάρλοου είναι ένα πραγματικό τέρας, ενώ ο Σάυλοκ παρουσιάζει και μια παθητικά ανθρώπινη πλευρά. Ο αμέσως επόμενος ήρωάς του είναι ο Φάλσταφ- και καταπληχτική η μαεστρία του να ζωντανέψει δυό τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα. Σε κάθε τους γνώρισμα, ο Σάυλοκ κι ο Φάλσταφ είναι σαν τη νύχτα με τη μέρα. Ο ένας χολερικός, ο άλλος αιματώδης- για ν’ αρχίσομε από μια ταξινόμηση χαραχτήρων με βάση τα humors των ελισαβετιανών. Ο ένας δίχως ίχνος ευθυμίας, ο άλλος με αφθονία κεφιού. Ο ένας γίνεται περίγελος όλων, ο άλλος περιγελάει τους πάντες. ο ένας περηφανεύεται φανατικά για τη ράτσα του, ο άλλος περιφρονεί κι εξευτελίζει τη δικιά του. Ο ένας αποταμιεύει σαν μυρμήγκι, ο άλλος γλεντάει σαν τζίτζικας. Του πρώτου η φιλοσοφία είναι το μίσος, του δεύτερου η καλή καρδιά.

 

   Ο σερ Τζον Φάλσταφ πρωτοεμφανίζεται στο δίπτυχο του Ερρίκου Δ΄ - μα η Ελισάβετ, λένε, τόσο διασκέδασε με τον τύπο του άταχτου αυτού και τετραπέρατου ιππότη, που ζήτησε να τον ξαναδεί και σ’ άλλο έργο. Ικανοποιώντας την υψηλή της επιθυμία , ο Σαίξπηρ έγραψε τις Εύθυμες κυράδες του Ουίνζορ, όπου παρουσιάζεται και πάλι ο Φάλσταφ, αλλά με περιορισμένο οίστρο, παρ’ όλα τα φαρσικά επεισόδια. Ο θάνατός του αναφέρεται σ’ ένα ιστορικό έργο, που είναι ταυτόχρονα πατριωτικό δράμα κι ειδυλλιακή κωμωδία, τον Ερρίκο Ε΄ (απαθανατισμένο απ’ τον Ολίβιε στην οθόνη). Ο ηθοποιός που - με τ’ όνομα Χορός - προλογίζει κι αφηγιέται, δε χρησιμεύει μονάχα για να εξηγεί τα περίπλοκα πολεμικά γεγονότα, αλλά και σαν είδος απολογίας στο κοινό για τη σκηνική συμβατικότητα της εποχής εκείνης: ο ποιητικός λόγος είχε υποχρέωση να ερεθίζει η φαντασία των θεατών, ίσαμε το σημείο να οραματίζοτναι κείνα που στην πραγματικότητα δεν υπήρχανε μπροστά τους.

    Βρισκόμαστε τώρα στα αισιόδοξα χρόνια που δημιουργούν τις τρεις αξιολογότερες σιαξπηρικές κωμωδίες, κι η λατρεία κάποιας άγνωστης γυναίκας ( ή πολλών) μετουσιώνεται σε τρεις εξαιρετικές ηρωίδες: τη Βεατρίκη (Πολύ κακό για το τίποτα), τη Βιόλα (Δωδέκατη νύχτα), και τη Ροζαλίντα (Όπως σας αρέσει), τα πιο ιδανικά πλάσματα που βγήκαν απ’ τη μαγική του πένα. Συνδυάζουνε την αισθηματική ειλικρίνεια με μια πηγαία εξυπνάδα που τις σώζει απ’ τη ρομαντική αποχαύνωση. Οι Βίοι παράλληλοι του Πλούταρχου, που η μετάφρασή τους απ’ το Νορθ είχε κυκλοφορήσει στα 1579, του δίνουν το υλικό για τον Ιούλιο Καίσαρα - όχι μονάχα γεγονότα και χαρακτήρες, αλλά πολλά εδάφια που τα μεταφέρει ατόφια στο έργο του. Ο πραγματικός ήρωας της τραγωδίας είναι ο Βρούτος. Στην περίοδο αυτή της ζωής του, ο ποιητής δεν ενδιαφέρεται πια για την ακμή και παρακμή κραταιών ηγεμόνων, αλλά περισσότερο για την αγωνία ενός επαναστατικού πνεύματος. Λένε πως τον είχαν επηρεάσει και τα πολιτικά γεγονότα της χρονιάς εκέινης, συγκεκριμένα η αυλική συνωμοσία ενάντια στη βασίλισσα, που οδήγησε τους μαικήνες του, λόρδους Έσσεξ και Σαουθάμπτον, τον πρώτο στο θάνατο και το δεύτερο στη φυλακή.

   Δυο χρόνια μετά την παράσταση του έργου αυτού, πεθαίνει η Ελισάβετ κι ανεβαίνει στο θρόνο της Αγγλίας ο γιος της Μαρίας Στιούαρτ, Ιάκωβος Α΄. Οι στερνές μέρες της Ελισάβετ γνωρίζουν τον Αμλετ και τον Οθέλλο, οι πρώτες του Ιακώβου, το Βασιλιά Ληρ και το Μάκβεθ. Ο μύθος του Άμλετ είναι παρμένος απ’ τα χρονικά του δανέζου Σάξο Γκραμμάτικους, που έζησε το 13ο αιώνα, κι όλα σχεδόν τα πρόσωπα του έργου υπάρχουν εκεί στην πρωταρχική τους μορφή. Η παρουσία όμως του νεκρού πατέρα του, που ζητάει στο γιο του να πάρει εκδίκηση, μαρτυράει πιότερο επιρροή Σενέκα. Εξάλλου, τα λογοτεχνικά πρότυπα που είχε ο Σαίξπηρ - ακόμα κι αν περιλάβομε τον πιθανό Αμλετ του Κύντ- δεν θα ήταν ίσως αρκετά για τη δημιουργία της προσωπικής εκείνης συγκίνησης που χαρακτηρίζει τη σχέση του ήρωα με το νεκρό, αν ο ίδιος ο ποιητής δεν είχε χάσει το χρόνο εκείνο τον δικό του πατέρα. Όπως ο θάνατος του Χάμνετ πέφτει την ίδια εποχή με την τραγωδία του μικρού πρίγκηπα Αρθούρου και αργότερα ο θάνατος της μητέρας του ποιητή θα συμπέσει με τη δημιουργία της Βολούμνιας, της υπέροχης μητέρας του Κοριολανού, έτσι κι η θύμηση του πατέρα στοιχειώνει το δανό πρίγκηπα.

    Εξάλλου, στο μεταφυσικό περιεχόμενο του έργου, ο Σαίξπηρ είχε επηρεαστεί απ’ το γάλλο φιλόσοφο Μονταίνιο, έναν απ’ τους πνευματικούς φάρους της ελισαβετιανής διανόησης. Όπως ο Αμλετ δεν είναι μονάχα η “τραγωδία της αναποφασιστικότητας” καθώς τον χαρακτήρισαν μερικοί, έτσι κι ο Οθέλλος δεν είναι μονάχα η τραγωδία της ζήλιας - μα και πολλά άλλα μαζί. Άλλωστε, ο φθόνος του Ιάγου για το “Μαύρο” αποτελεί το μοχλό που βάζει σε κίνηση τις δυνάμεις του κακού. Ανάμεσα στα δυο τούτα έργα μεσολαβούνε χρονολογικά οι “πικρές” κωμωδίες Τέλος καλό, όλα καλά και Μέτρο για μέτρο. Η δεύτερη -μια επίθεση ενάντια στον πουριτανισμό και την υποκρισία - μπορεί να λογαριαστεί σαν το μοναδικό “κοινωνικό δράμα” του ποιητή, προφητεύοντας τα έργα με θέση του 19ου αιώνα.

    Ο Μακμπέθ (1606) έχει τις ρίζες του στα χρονικά της Σκοτίας κι ίσως το θέμα διαλέχτηκε για λόγους επικαιρότητας: οι μάγισσες του έργου, σε μια απ’ τις ανατριχιαστικές προφητείες τους, χαιρετούνε τον ήρωα για βασιλιά και τον Μπάνκο για “πατέρα βασιλιάδων”. Ας μην ξεχνάμε πως η Ελισάβετ είχε θανατώσει την ξαδέρφη της Μαρία Στιούαρτ, που ο γιος της καθότανε τώρα στο θρόνο της Αγγλίας. Η τραγωδία είναι γεμάτη προφητείες, δράματα και υπεφυσικά φαινόμενα. Μ’ αυτά συμβολίζει ο ποιητής την επίμονη παρουσία των κρυφών δυνάμεων της φύσης κοντά στον άνθρωπο και στο ριζικό του. Ο Μακμπέθ κι ο Άμλετ, σαν δυο περιπτώσεις ανθρώπων που βρίσκονται διαρκώς σε πόλεμο με τον ίδιο τον εαυτό τους, παρουσιάζουν πολλά κοινά σημεία - κι ένα απ’ αυτά είναι η πνευματική υπερευαισθησία που τους προκαλεί οραματισμούς, εντείνοντας έτσι τη μεταφυσική τους αγωνία. (Σε βασική όμως , ανάλυση, πρόκειται για δύο φαινόμενα αντίθετα, γιατί ο Άμλετ τυραννιέται απ’ τη σκέψη μετά την πράξη).

    Ο Βασιλιάς Ληρ είναι, πιθανότατα, το εικοστό πέμπτο έργο του Σαίξπηρ, και το πλουσιότερο απ’ όλα σ’ εξωτερικά γεγονότα κι εσωτερική κοσμογονία. Μόλο που μ’ αυτό κορυφώνεται η σταδιοδρομία του δραματουργού, μερικοί σαιξπηρολόγοι (κι ανάμεσά τους ο Έλιοτ) θεωρούνε τον Αντώνιο και Κλεοπάτρα, σαν την τελειότερη τραγωδία του, τόσο σε ποιητική ωριμότητα όσο και στη διαγραφή των δυό κεντρικών προσώπων. Εδώ το θέμα δεν είναι άλλο απ’ το προπατορικό αμάρτημα, που οδηγεί, με ρυθμό αδυσώπητο, στην απώλεια ενός παράδεισου. Ο Σαίξπηρ καταφέρνει συνάμα - δίχως να επιδιώκει να μας κάνει ιστορικό μάθημα, μα και δίχως να πολυσκοτίζεται να μείνει πιστός στα γεγονότα - να ζωντανέψει μια κοσμοϊστορική εποχή πιο καλά από πολλούς τόμους ιστοριοδιφίας. Τα τρία έργα που ακολουθούν παρουσιάζουν ένα μισάνθρωπο δραματουργό. Δεν ξέρομε ποια ακριβώς γεγονότα στη ζωή του, ποιοι άτυχοι έρωτες, ποιες προσδοκίες φίλων, ποιες επαγγελματικές πίκρες προκάλεσαν μέσα του αυτή την αλλαγή. Το γεγονός είναι πως στον Τρωΐλο και Χρυσηίδα εκδικιέται στο πρόσωπο της άστατης και ελαφρόμυαλης κόρης του Χρύση όλες τις γυναίκες, κι οι θρυλικοί ήρωες εμφανίζονται με τα χειρότερα χρώματα.

    Η μισανθρωπιά συνεχίζεται στον Τίμωνα τον Αθηναίο - και μάλιστα αποτελεί τον πυρήνα της δράσης. Για το έργο αυτό, που ο μύθος του είναι παρμένος απ’ τον Πλούταρχο, υπάρχει η υποψία πως είναι νόθο κατασκεύασμα, τόσο είναι άνισο : τέλειες δραματικές συγκρούσεις γειτονεύουν με σκηνές αφάνταστα απλοϊκές. Πολύ μεγαλύτερη νοθεία ανακαλύπτουν οι σιαξπηρολόγοι σ’ ένα άλλο έργο με θέμα ελληνικό, τον Περικλή ηγεμόνα της Τύρου. Η δραματική αυτή μυθιστορία, που τυπώθηκε την ίδια χρονιά με τα Σονέτα, παίρνει ένα ποίημα του 14ου αιώνα και το απλώνει σε πέντε πράξεις κι αμέτρητες εικόνες. Μέσα σ’ όλα τα έργα του Σαίξπηρ είναι εκείνο που καταστρατηγεί τους αριστοτελικούς νόμους πιότερο από κάθε άλλο. Η δράση διαρκεί κάπου είκοσι με είκοσι πέντε χρόνια και περιφέρεται σε έξι ή εφτά πολιτείες της Ανατολής. Τέλος, ο Κοριολανός είναι μια τραγωδία μεγάλης πνοής, χτισμένη γύρω απ’ την αλκιβιαδική φυσιογνωμία του Γάιου Μάρκιου Κοριολανού, του ρωμαίου στρατηγού που δε δίστασε, σε μια κρίση πληγωμένου φιλότιμου, να συμμαχήσει με τους εχθρούς του και να βαδίσει ενάντια στην πατρίδα του. Πλάι στον κεντρικό ήρωα, ξεχωρίζει σαν πρωταγωνιστής κι ο λαός. Ο ποιητής παρουσιάζει το ρωμαϊκό όχλο με μια περιφρόνηση που δεν είχε δείξει ίσαμε τότε μήτε για τους αποκρουστικούς χαρακτήρες του. Η κακομεταχείριση αυτή του λαού από έναν άνθρωπο του λαού, όπως ήταν ο γιος του χασάπη, χρησίμεψε για τρανό επιχείρημα στους “βακωνιστές” και σ’ όσους άλλους κατά καιρούς υποστήριξαν πως ο πραγματικός συγγραφέας των σαιξπηρικών έργων ήταν κάποιος άρχοντας που κρυβόταν πίσω απ’ το όνομα του θεατρίνου.

    Όταν ο Σαίξπηρ είχε περάσει πια τα σαράντα πέντε, παράτησε το Λονδίνο και την καριέρα του ηθοποιού κι αποτραβήχτηκε στο Στράτφορντ. Τρία είναι τα έργα της στερνής του περιόδου: Κυμβελίνος, Χειμωνιάτικο παραμύθι και Τρικυμία. Ακόμα κι αν δεν συνδέονταν χρονικά, πάλι θ’ ανήκαν σε μια κοινή ομάδα, γιατί τα δημιούργησε η ίδια ψυχική διάθεση. Είναι και τα τρία “έργα φυγής”. Εκφράζουν την υποσυνείδητη τάση του δημιουργού τους να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να ξαναβρεί το μεγαλείο της φύσης και τη γαλήνη της μοναξιάς. Στα λιβάδια της Βοημίας του Χειμωνιάτικου παραμυθιού ανασκευάζονται τα λάθη των βασιλιάδων και στα ερημοτόπια της Ουαλλίας του Κυμβελίνου βρίσκει καταφύγιο η αγνότητα απ’ τη δίνη της εξευγενισμένης ανθρώπινης κακίας. Το ρομαντικό αυτό δράμα, εξόν από τις περιπέτειες της Ιμογένης και τις πλεκτάνες του Ιάκιμου, περιέχει και την έμμονη ιδέα του ποιητή γύρω απ’ το θέμα της συγχώρεσης. Είναι το πρώτο “εκ βαθέων” που γράφει στην απομόνωση του πατρικού χωριού. Αξιολογώντας τα γεγονότα της ζωής του, κατατάσσει καλούς και κακούς, ντύνοντας όλα τα πραγματικά και σύγχρονα γεγονότα με το μανδύα του παλιού παραμυθιού. Τέλος, στο νησί του Πρόσπερου της Τρικυμίας συντελείται μια Θεία Δικαιοσύνη που διορθώνει - μαγικά - τα στραβά και τ’ άδικα της πολιτισμένης ανθρωπότητας.

    Αν στ’ αλήθεια έγραψε τα στερνά του δράματα στο Στράντφορντ είναι άγνωστο. Ξέρομε μονάχα πως εγκαταστάθηκε στο μεγάλο του σπίτι, το New Place, και πως πέθανε στις όχτες του Έηβον πενήντα δυο χρονώ. Απ’ τους ονομαστούς συνεργάτες του, ο κωμικός Άρμιν είχε αποβιώσει πέντε χρόνια πριν κι ο τραγικός Μπέρμπατζ θ’ ακολουθήσει το δραματουργό του σε τρία χρόνια. Ο θίασός τους, οι “Άνθρωποι του Καγκελάριου”, έχουν προ πολλού μετονομαστεί σε “Ανθρώπους του βασιλιά” και στο θέατρό τους, τη Σφαίρα, παίζονται έργα του Ουέμπστερ, του Φλέτσερ και άλλων. Η δραματουργική ευφορία θα κρατήσει, δίχως αυτόν, άλλα είκοσι πέντε χρόνια, ώσπου ο Κρόμγουελ να κλείσει τα θέατρα. Μετά απ’ το τέλος του 17ου αιώνα θ’ αρχίσει η θριαμβευτική επιβίωση της σαιξπηρικής δημιουργίας - μοναδικό φαινόμενο αστείρευτης νιότης - σ’ όλα τα πλάτη και μήκη του κόσμου.

 

Αλέξη Σολωμού, Θεατρικό Λεξικό,

Πρόσωπα και πράγματα στο παγκόσμιο θέατρο,

Κέδρος, Αθήνα 1989, σ.σ. 333-337